Κλείνω με θυμό το ξυπνητήρι. Ήχος παραφωνίας στο σιωπηλό δωμάτιο. Ντύνομαι βιαστικά, ανόρεχτα. Ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη μήπως και αναγνωρίσω το πρόσωπό μου. Κατεβαίνω αυτοματοποιημένα τις σκάλες. Ένας υπόκωφος, ύπουλος ήχος με έχει πάρει στο κατόπι. Γυρνώ,ψυχή. Ο ήχος εκεί. Τα πόδια μου σα να βουτήχτηκαν σε τσιμέντο. Είναι η μπάλα μου. Την κουβαλώ σχεδόν μια δεκαετία. Με τα ίδια βήματα κάθε πρωί. Άλλοτε η αλυσίδα μικραίνει, άλλοτε χάνεται πίσω μου.
Η ίδια μαύρη μπάλα, χρόνια τώρα.
Μου είπαν ότι επιτελώ κοινωνικό έργο και πρέπει να είμαι περήφανη για αυτό.Μου είπαν να υπηρετώ πιστά το χρέος μου. Με έβαλαν να το γράψω και σε κάποιον διαγωνισμό κάποιου ΑΣΕΠ. Τα έγραψα καλά.Πάντοτε αποστήθιζα με ευχέρεια. Θα έχω λέει εργαστήριο για το μάθημα και οι μαθητές θα ακούν σε θολωτούς θαλάμους τα ακουστικά κείμενα και θα επεμβαίνω όταν ζητούν βοήθεια πατώντας το κουμπί επικοινωνίας. Και θα μιλάω σε μικρόφωνο για να με ακούει όποιος το χρειάζεται. Τα έγραψα λεπτομερώς ένα Σάββατο πρωί. Την Παρασκευή στο σχολείο έψαχνα κασσεττόφωνο να παίξω μια κασσέττα. Είχαμε ένα. Το είχε όμως προλάβει ο γυμναστής για να διδάξει τσάμικο. Το Σάββατο φαντάστηκα αυτά που είχα αποστηθίσει. Είχα δυνατή φαντασία, τα απέδωσα παραστατικά στο χαρτί.
Με επιβράβευσαν για την επιμέλειά μου. Με έστειλαν σε παραμεθόριο χωριό. Όπλο δε μου έδωσαν, είχα τις παιδαγωγικές τους κατηχήσεις. Mου είπαν ότι θα έχω μικρές, ευέλικτες τάξεις σε χαρούμενες αίθουσες. Μου μίλησαν για έρευνα, για διαπολιτισμικότητα. Μου είπαν και για διαθεματικές προσεγγίσεις και για projects.Μου χάρισαν και κάτι βιβλία. Τα θυμόμουν. Τα είχα και εγώ κάτω από το δικό μου θρανίο. Μόνο που αυτά τώρα μύριζαν μελάνι νωπό και δέντρο φρεσκοκομμένο. Αλλά ήταν ίδια. Χωρίς τα στιχάκια μου, χωρίς τα σαχλά σκίτσα, τις μουτζούρες, τους κώδικές μου.Μου είπαν να τα μοιράσω, να τα μεταδώσω. Και μετά να πάρω κάτι τεράστιες καρτέλες και να βάζω αριθμούς. Είκοσι αριθμούς για να διαλέξω. Μπορεί τα ονόματα να ξεχνιούνται αλλά οι αριθμοί ποτέ.
Μου είπαν και για ισότητα, για μαθητοκεντρικές τάξεις, για παρωχημένες καθ'έδρας διδασκαλίες. Βρήκα και την έδρα. Πάνω σε βάθρο από σαθρές τάβλες ξύλου. Φέραμε σφυριά. Το σπάσαμε. Μεγάλη ευχαρίστηση. Κόντυνε η έδρα. Ψήλωσα εγώ.Ξανακόντυνα, ξαναψήλωσα.
Σπρώχνω τη σιδερένια πόρτα. Μπροστά μου ένα ορθογώνιο κτίριο σε μπεζ χρώμα. Κάποια γκράφιτι ασφυκτιούν κάτω από φρέσκια μπογιά. Ξεθωριασμένα.Κάτι φωνάζουν.Πνιχτά αλλά κραυγάζουν.Πολλά κάγκελα. Σε πόρτες, παράθυρα. Και ένα κουδούνι, διαπεραστικό.Τις περισσότερες φορές το σκεπάζουν καλημέρες. Κάθε είδους. Ζωηρές, χαμογελαστές, γκρινιάρικες, τραγουδιστές, νυσταγμένες, ειπωμένες μέσα από τα δόντια, μουρμουριστές, θυμωμένες. Μία - μία ή πολλές μαζί αλλά πάντα ξεχωριστές.
"Hσυχία" "Σταματήστε", "Μη", "Μη μιλάτε"
Η δική μου η φωνή είναι που τα ξεστομίζει; Το δικό μου λαρύγγι επικαλείται την ησυχία;Μου μοιάζει η χροιά, αλλά..Πότε ησύχασα εγώ;
Μα πρέπει να προλάβω να τα πω. Η ύλη, οι προθεσμίες. Να τα πω και αν προλάβουμε, να ακούσω.
Με πλήττει η ησυχία.
Κουδούνισμα. Ποδοβολητά. Πόρτες ανοίγουν βίαια, ανυπόμονα.Κάτι σαλεύει ζωντανό. Πολλή φασαρία κάνει. Τα αυτιά μου.
Τρέχα ξωπίσω. Εκεί που μυρίζει καπνός εμφανίσου με τα χέρια στη μέση. Δύο λεπτά κήρυγμα. Ή απλά μάτια στραβά.
Ποιά είσαι γαμώτο; Πώς βρέθηκες εδώ; Τι ήθελες να κάνεις; Θυμάσαι;Θυμάσαι.
Αφομοίωση, αντίδραση, αφομοίωση, αντίδραση...
Ελπίδα, ματαίωση, ελπίδα..
Πείσμα, παραίτηση, πείσμα..
Αδρεναλίνη, λήθαργος, αδρεναλίνη, ύπνωση, αδρεναλίνη..
Πετσόκομμα, ράμματα...
Η ώρα δύο. Ένα παρατεταμένο κουδούνι σημαίνει το τέλος της ησυχίας. Το κτίριο ερημώνει. Παίρνω τη μπάλα και τη φέρνω σπίτι. Την ακουμπώ στον καναπέ να μη με βαραίνει. Μαύρη αλλά πιο ελαφριά. Κάπου κοντά.Πλένω το πρόσωπό μου. Αφαιρώ το μακιγιάζ. Σα να μου μοιάζω τώρα. Εγώ είμαι.Η κινούμενη άμμος δε με κατάπιε. Όχι ακόμα.
Αύριο θα βγάλω τη μπάλα μου βόλτα ξανά.
Να θυμηθώ να βάλω λιγότερο μέικαπ.
Για μια καλημέρα ακόμα.
Ακόμα μία.