Πάλι μάλωσε η μαμά με το μπαμπά. Κάφε μέρα μαλώνουν πιά.
Η μαμά φέλει να πάμε την Παρασκευή στο χωριό. Πήρε λέει και άβεια βύο μέρες.
«Πολύ παράξενο», είπε ο μπαμπάς. Στη μαμά ποτέ βεν άρεσε το χωριό του μπαμπά. Είναι λέει «μπανάλ» ( τι είναι μπανάλ; ) και βαριέται. Βε μπορεί που βεν έχει κομμωτήριο, ούτε Χόντος – ο Χόντος πρέπει να είναι κάποιος φίλος της μαμάς μου, γιατί πηγαίνει και τον βλέπει κάφε Σάββατο πρωί. Και εκείνος όλο σακούλες με βώρα της βίνει. Κρέμες και μπογιές που τις βάζει και μετά είναι σαν κλόουν και πολύ γελάω.
Φέλει να μοιάζει με αυτές που είναι στην τηλεόραση και όλο γελάνε σα χαζές. Μα γιατί να φέλει κάποια να μοιάζει με χαζή;
Και εμένα μου αρέφουν οι μπογιές αλλά βεν τις βάζω στα μούτρα μου. Στο χαρτί είναι ωραίες και η βασκάλα μου βάζει αυτοκολλητάκια μετά.
Και κάτι βρακιά της βίνει ο καλός Χόντος. Όχι σαν τα βικά μου. Τα βικά μου έχουν τη Μίννυ. Της μαμάς μου όχι. Βε χωράει ούτε το αυτί της Μίννυ πάνω. Αλλά του μπαμπά του αρέσουν αυτά τα βρακιά που αν τα βείτε καφόλου βε μοιάζουν με βρακιά.
Και εγώ φέλω να πάμε στο χωριό. Εκεί με αφήνουν να παίζω και να λερώνομαι με χώματα. Και έχει και πολλά βέντρα. Και σκαρφαλώνουμε με τα άλλα παιβιά. Έχουμε και σπιτάκι πάνω σε ένα βέντρο. Ο μπαμπάς του Φανασάκη το έφτιαξε.
Ο αβερφός μου όμως βε φέλει. Ο αβερφός μου είναι μεγάλος. Τρία κεφάλια πιο μεγάλος από μένα. Και πηγαίνει στο μεγάλο σχολείο. Και όταν γυρίζει από το μεγάλο σχολείο, πηγαίνει και σε άλλα σχολεία. Βεν καταλαβαίνω. Πόσα σχολεία υπάρχουν;
Και αφού πηγαίνει σε τόσα σχολεία, γιατί ξέρει μόνο ένα γράμμα; Το έχω βει στα βιβλία του. Όλο ένα Άλφα γράφει και μετά το κυκλώνει. Και η μαμά φυμώνει όταν το βλέπει και βάζει φωνές και σκούζει και κάνει σαν το παλιό αυτοκίνητο που είχε ο μπαμπάς και η μαμά βεν το ήφελε γιατί ήταν σαράβαλο και βεν ήταν τρέντυ. ( όλο παράξενες λέξεις λέει η μαμά ). Και έτσι ο μπαμπάς πήρε άλλο. Ένα μεγάλο, μαύρο με μεγάλες ρόδες που βε φτάνω να ανέβω σε αυτό.
Η μαμά του έβαλε πάλι τις φωνές. Του είπε ότι φέλει, βε φέλει φα πάμε στο χωριό. Βεν φα τον αφήσει λέει να πάει στον πόλεμο την Κυριακή.Ο μπαμπάς βεν είπε τίποτα. Μόνο κοίταζε και έκανε πως βιάβαζε εφημερίδα.
«Ποιο πόλεμο μαμά; Σαν αυτό με τους Έλληνες και τους Ιταλούς;»
«Μη μιλάς εσύ όταν συζητάνε οι μεγάλοι»
Και ρώτησα τον αβερφό μου.Την Κυριακή είναι κάτι σαν πόλεμος. Χωρίς Ιταλούς όμως. Φα πολεμήσουν όλοι, αυτούς που φοράνε τις στολές και κρατάνε τα πιφτόλια. Και έχουν στο κεφάλι κάτι μπάλες. Και ίσα που φαίνονται τα μούτρα τους.
Εγώ τους φοβάμαι αφτούς. Όταν βεν τρώω το φαί μου η γιαγιά μου λέει ότι φα έρθει ο αστυνόμος να με βείρει. Οι αστυνόμοι πρέπει να βέρνουν πολύ όσους βεν τρώνε το φαί τους.
«Και γιατί να γίνει πόλεμος αφού όλοι είναι Έλληνες;»
«Γιατί αυτοί με τις στολές σκοτώνουν ανθρώπους. Και πέρυσι, σκότωσαν ένα παιδί, 15 χρονών»
«Γιατί;»
«Επειδή μπορούσαν»
«Εγώ πότε φα γίνω 15 χρονών»
«Σε έντεκα χρόνια, μη βιάζεσαι»
Βε μου αρέσουν αφτοί που σκοτώνουν. Το σκότωμα είναι πολύ κακό πράγμα. Όταν σκοτώνεις κάποιον, ούτε να κουνηφεί μπορεί, ούτε να βει, ούτε να μιλήσει. Μένει ακούνητος και ξαπλωμένος σε ένα κουτί με λουλούβια.Και μετά εξαφανίζεται. Η μαμά λέει ότι πηγαίνει στον ουρανό αλλά εγώ βεν το πιστέβω. Αφού το έχω βει που τον βάζουνε στο χώμα. Το ξέρω γιατί το καλοκαίρι ένας που λέγεται Καρκίνος σκότωσε τον φείο μου το Βασίλη. Και από τότε βεν τον ξαναείβα στο σπίτι. Και βε μου ξαναέφερε ποτέ κούκλα. Και η φεία μου συνέχεια κλαίει και βε με αγκαλιάζει πια.
Και η μαμά τον ξαναμάλωσε και του είπε να μη με βηλητηριάζει. Μα βε μου έβωσε δηλητήριο.
Η βασκάλα μας είπε μια μέρα ότι κάποτε, πριν πολλά χρόνια, βε φυμάμαι πόσα, είχε γίνει ένας πόλεμος επειβή μια γυναίκα, πάρα πολύ όμορφη, που την έλεγαν Ελένη, άφησε τον άντρα της και αγάπησε άλλον άντρα σε άλλη χώρα. Βηλαβή, αφού έγινε πόλεμος επειβή κάποιος έχασε μια γυναίκα, γιατί να μη γίνει επειβή κάποιος σκότωσε ένα παιβί; Βεν είναι πιο σημαντικό που σκοτώσαν το παιβάκι;Βεν τους καταλαβαίνω τους γονείς.
« Θα έχετε και εσείς πιφτόλια;»
«Όχι»
«Και πώς θα πολεμήφετε χωρίς όπλα;»
«΄Εχουμε ένα όπλο. Το δίκιο μας»
Το βίκιο είναι μεγάλο όπλο. Πιο βυνατό από τα πιφτόλια. Και βεν αφήνει και αίματα πίσω.
Και τότε μίλησε ο μπαμπάς. Πρώτη φορά. Ποτέ βε μιλάει όταν μιλάει η μαμά. Και είπε ότι ούτε αφτός φέλει να πάμε στο χωριό. Φέλει να πάει και αφτός στον πόλεμο χωρίς πιφτόλια.
Μαζί με τη μαμά και τον αβερφό μου. Όπως τότε που είχε γνωρίσει λέει τη μαμά, πριν γίνουνε «μικροαστοί», είπε. Τότε που ήταν νέοι και πήγαιναν σε «πορείες» ( πορείες είναι να περπατάς και να φωνάζεις βυνατά ) Να ξαναγίνουνε νέοι και να φωνάζουν φέλει.Για το βίκιο.
Ούτε και εγώ φέλω τώρα να πάμε στο χωριό. Φέλω να πάνε όλοι σε αυτόν τον «πόλεμο» και να βιώξουν όλους τους κακούς αστυνόμους. Όχι να τους σκοτώσουν. Να τους βιώξουν. Όπως τότε που ο μεγάλος παππούς με άλλους παππούβες έβιωξαν τους Ιταλούς και είμαστε λέφτεροι. Να τους βιώξουν για να είμαστε και πάλι ελέφτεροι.
Βε φέλω να τρώω μπάμιες για να μη με βείρει ο αστυνόμος της γιαγιάς. Είναι αηβία οι μπάμιες. Φέλω να τρώω ό,τι μου αρέσει.
Αλλά φοβάμαι ότι βε φα πάνε τελικά. Πάντα γίνεται ότι φέλει η μαμά.
Και φοβάμαι πολύ τώρα. Γιατί αν βεν πάνε, σε έντεκα χρόνια ένας με στολή μπορεί να
σκοτώσει και εμένα.
Βανάη με λένε.Και βε φέλω να γίνω αγγελούβι.
Εσείς φέλετε;
Τελικά τι είναι μπανάλ, τρέντυ και μικροαστοί;